πτερνοβάμων

πτερνοβάμων
-όβαμον, ΜΑ
1. αυτός που κατά τη βάδιση στηρίζεται στη φτέρνα τού ποδιού, πτερνοβάτης
2. αυτός που πάσχει από πτερνοποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτερνοβάτης — ο, ΝΑ, και θηλ. πτερνοβάτιδα Ν, και θηλ. πτερνοβάτις, ιδος, Α αυτός που στηρίζεται στη φτέρνα του κατά το βάδισμα, πτερνοβάμων* αρχ. (κατά τον Ησύχ.) είδος ιατρικού επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ὑπνο βάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”